συντελώ — συντελώ, συντέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: συντελώ, συντελούμαι : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση αορίστου (συνετέλεσα). Η έννοια διαφοροποιείται από την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το συντελώ σημαίνει → βοηθώ,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… … Dictionary of Greek
απογίνομαι — (AM ἀπογίνομαι κ. γίγνομαι) μσν. νεοελλ. 1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι 2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω 3. (για πρόσωπο) καταντώ 4. απρόσ. συμβαίνει νεοελλ. 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. χειροτερεύω αρχ. 1. βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
διεξέρχομαι — (AM διεξέρχομαι) [εξέρχομαι] 1. διαβαίνω, περνώ ανάμεσα 2. (για βιβλία, έγγραφα κ.λπ.) μελετώ απ την αρχή ώς το τέλος 3. διαπραγματεύομαι ένα θέμα με κάθε λεπτομέρεια μσν. υποστηρίζω αρχ. 1. υπομένω πόνους 2. (με την προθ. δια) α) περνώ διαδοχικά … Dictionary of Greek
εκκολάπτω — (AM ἐκκολάπτω) (για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά νεοελλ. 1. ( ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι 2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι … Dictionary of Greek
εκπεραίνω — ἐκπεραίνω (AM) πραγματοποιώ, επαληθεύω αρχ. 1. τελειώνω 2. (για έργο) συντελούμαι … Dictionary of Greek
καλοκαμώνομαι — 1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς 2. ωριμάζω 3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, η, ο α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο») β) (κυρίως για καρπούς)… … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
προεπιγίγνομαι — Α [ἐπιγίγνομαι] συντελούμαι προηγουμένως … Dictionary of Greek